ἀποκρούω

ἀποκρούω
ἀποκρούω,
A beat off, drive away, from a place or person, X.HG5.3.22, AP11.351 (Pall.); ὕπνον, νόσον, Porph.Abst.1.27,53:—more freq. in [voice] Med., beat off from oneself,

τὰς προσβολάς Hdt.4.200

, Th.2.4;

αὐτοὺς ἐπιόντας Hdt.8.61

, etc.; generally, repel, opp. ἐπισπᾶσθαι, S.E. M.7.400; shake off, Plot.4.7.10, Hierocl.in CA19p.461M.;

τινάς Jul. Or.2.67b

;

ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23

; refute an opponent, D.H.Comp.25; κατηγορίαν Chor.in Rev.Phil.1.245:— [voice] Pass., to be beaten off, of an assault, Th.4.107, etc.;

ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Id.8.100

, cf. X.HG6.4.5; ἀ. τῆς μηχανῆς dub. in Plb.21.28;

τῆς Ἰβηρίας Plu.Sert.7

, etc.
II knock off, IG3.1417.12:—[voice] Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.Ach.459.
III [voice] Pass., also, to be thrown from horseback, X. Eq.Mag.3.14; to be stranded,

πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποκρούω — αποκρούω, απέκρουσα (σπάν. απόκρουσα) βλ. πίν. 40 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκρούω — (AM ἀποκρούω) [κρούω] 1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου 2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα) 3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι 4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον) μσν. νεοελλ., ( ομαι) απομακρύνω, εξουδετερώνω αρχ. μσν. εκδιώκω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αποκρούω — ουσα, ούστηκα 1. απωθώ κάποιον που μου επιτίθεται: Η επίθεση του εχθρού είχε αποκρουστεί. 2. ανασκευάζω: Τα επιχειρήματά του εύκολα μπορούσε να τα αποκρούσει. 3. αρνούμαι, δε δέχομαι: Απόκρουσε τις προτάσεις του αντίδικού του για συμβιβασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκρούεσθε — ἀποκρούω beat off pres imperat mp 2nd pl ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd pl ἀποκρούω beat off imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρούῃ — ἀποκρούω beat off pres subj mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκρουμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκρουσμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκροῦσθαι — ἀποκρούω beat off perf inf mp ἀποκρούω beat off perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουομένων — ἀποκρούω beat off pres part mp fem gen pl ἀποκρούω beat off pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουσαμένων — ἀποκρούω beat off aor part mid fem gen pl ἀποκρούω beat off aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουσθέντα — ἀποκρούω beat off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκρούω beat off aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”